- επιμόριος
- -α, -ο (Α ἐπιμόριος, -ον)αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-μόριος (< μόρος «κομμάτι [γης]»), τ. που με τη σημασία αυτή απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. πολλοστη-μόριος, τριτη-μόριος)].
Dictionary of Greek. 2013.